- προαίρω
- προαίρω , πρό-αἴρωattachpres subj act 1st sgπροαίρω , πρό-αἴρωattachpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προαίρω — Α [αίρω] αναχωρώ πριν από κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… … Dictionary of Greek
αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… … Dictionary of Greek
προαγρώ — έω, Α (αιολ. τ.) προαιρῶ … Dictionary of Greek
προαιρέτης — ὁ, Α [προαιρῶ] 1. επιμελητής, φύλακας 2. υπάλληλος αρχείων … Dictionary of Greek
προαιρούμαι — προαιροῡμαι, έομαι, ΝΜΑ [αιρώ, ούμαι] επιθυμώ ή αποφασίζω κάτι με ελεύθερη βούληση, χωρίς καμιά δέσμευση ή εξαναγκασμό, επιλέγω ελεύθερα (α. «δώστε ό,τι προαιρείσθε» δώστε ό,τι επιθυμείτε β. «όπως προαιρούνται» όπως επιθυμούν γ. «ὁ ακρατὴς… … Dictionary of Greek